μίξοδος

μίξοδος
η (Α μίξοδος)
νεοελλ.
ναυτ.
1. οπή στα ύφαλα τού πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο τού καταστρώματος
2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση τού νερού το οποίο εισρέει στο κύτος καθώς και οι οπές τών δεξαμενών για τη διαφυγή αερίων
αρχ.
η μιξοδία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ὀδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μιξοδία — μιξοδία, ιων. τ. μιξοδίη και μίξοδος και μισγοδία, ἡ (Α) [μίξοδος] ο τόπος όπου διασταυρώνονται πολλοί δρόμοι («ἁλὸς μιξοδία» η επικίνδυνη διάβαση μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ο πορθμός τής Μεσσήνης, Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”